ορθοτομία

ορθοτομία
η (ΑΜ ὀρθοτομία) [ορθοτόμος (Ι)]
1. τομή σε ευθεία γραμμή
2. μτφ. το να ακολουθεί κάποιος τον σωστό δρόμο
3. μτφ. ορθή αντίληψη τής χριστιανικής αλήθειας, ορθοδοξία
νεοελλ.
η χειρουργική τομή τού ορθού εντέρου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”